αρμένικος — η, ο και κός, ή, ό (AM ἀρμενικός, ή, όν) αυτός που ανήκει σε Αρμένιο (ή Αρμενίους) ή που προέρχεται απ αυτόν νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η Αρμενική η αρμενική γλώσσα 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Αρμένικα η αρμενική γλώσσα 3. φρ. α) «αρμένικη… … Dictionary of Greek
αρμενιακός — ή, ό (AM ἀρμενιακός, ή, όν) ο αρμενικός αρχ. μσν. ο Αρμένιος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀρμενιακόν το βερίκοκο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. < Αρμενία ή Αρμένιος]. ή, ό βλ. αρμενικός … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
αλπική φυλή — Κύρια χαρακτηριστικά της είναι η έντονη βραχυκεφαλία (δηλαδή κεφάλι πολύ πλατύ σε σχέση με το μήκος του κρανίου), κεφαλικός δείκτης μεταξύ 85 και 87, πλατύ πρόσωπο, σχετικά μικρή και συχνά κυρτή μύτη, ανοιχτό χρώμα επιδερμίδας, όχι όμως τόσο όσο… … Dictionary of Greek
Λβιβ ή Λβοφ — (ουκραν. Lviv, πολων. Lwόw, γερμ. Lemberg). Πόλη (732.000 κάτ. το 2001) της Δημοκρατίας της Ουκρανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (21.800 τ. χλμ., 2.626.500 κάτ.). Είναι χτισμένη κοντά στον ποταμό Πολτέφ, μικρό παραπόταμο του Μπουγκ… … Dictionary of Greek
ՀԱՅԵՐԷՆ — ( ) NBH 2 0030 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 8c, 10c, 12c, 13c մ. ἁρμενικῶς armeniace. Հայ բարբառով. ʼի լեզու հայոց. հայրէն, հայնակ. ... *Ամսոյն ադարայ, որ է հայերէն արեգ. Եսթ. ՟Ժ՟Ա. 2: *Յունարէն դիոս թարգմանի, եւ հայերէն արամազդ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)